- προσκοσμώ
- -έω, Α [κοσμῶ]1. προσθέτω, επιθέτω πρόσθετο κόσμημα2. παθ. προσκοσμοῡμαι, -έομαιδιακοσμούμαι, στολίζομαι επιπροσθέτως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκόσμημα — ήματος, τὸ, Α [προσκοσμῶ] πρόσθετο κόσμημα, στόλισμα («προσκόσμημα τῆς Ἀρτέμιδος», επιγρ.) … Dictionary of Greek
προσκόσμησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκοσμῶ] πρόσθετη, επίθετη διακόσμηση … Dictionary of Greek